- επαρτύνω
- ἐπαρτύνω (Α)1. επαρτίζω*, ετοιμάζω, παρασκευάζω2. μέσ. επαρτύνομαι παρασκευάζω για τον εαυτό μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαρτύω — ἐπαρτύω και ἐπαρτύνω (Α) 1. προσαρμόζω, συναρμόζω, εφαρμόζω («αὐτίκ ἐπήρτυε πῶμα», Ομ. Οδ.) 2. ετοιμάζω, παρασκευάζω 3. κάνω κάτι νόστιμο, γευστικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρτύω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»] … Dictionary of Greek